ἰβίσκος

ἰβίσκος
ἰβίσκος
Grammatical information: m.
Meaning: a kind of mallow, `marsh mallow = ἀλθαία (s. on ἀλθαίνω) (v. l. in Ps.-Dsc. 3, 146, Erot.)
Other forms: Also ἐβίσκος (Gal., Aët.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formed like the synonymous ἀλθίσκος and other plant-names (Chantraine Formation 407); further unclear. Identical with earlier (Verg.) Lat. (h)ibiscum (eb-), -us and in spite of the suffixes perh. from there, in which case one thinks of Celtic origin, s. W.-Hofmann s. v. Cf. also on ἰβηρίς. Fur. 355 thinks the word comes from Greek and is Pre-Greek, where ε\/ι is frequent.
Page in Frisk: 1,707

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ιβίσκος — ο ποώδες καλλωπιστικό φυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰβίσκον — ἰβίσκος hibiscus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβίσκου — ἰβίσκος hibiscus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • μπίσκος — ο κοινή ονομασία για το φυτό ιβίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hibiscum «ιβίσκος»] …   Dictionary of Greek

  • Hibiscus — Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Hibisque — Hibiscus Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Ibisque — Hibiscus Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • Hibiscus — Hibiscus …   Wikipédia en Français

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”